ἐγγράφον — ἐγγράφω make incisions into pres part act masc voc sg ἐγγράφω make incisions into pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
писати — ПИ|САТИ (601), ШОУ, ШЕТЬ гл. 1.Писать, записывать, переписывать: почахъ же писати. [евангелие] м(с)ца. октѧ(б). к͠а. на памѧ(т) илариона. ЕвОстр 1056–1057, 294г (зап.); чьгьле крива˫а главо пиши право. ГБ XI, 104 об. (зап.); писахъ на борисовъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Στερεοελλαδίτης — ο, θηλ. Στερεοελλαδίτισσα, Ν 1. ο κάτοικος τής Στερεάς Ελλάδα 2. αυτός που κατάγεται από την Στερεά Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Στερεά Ελλάδα + επίθημα ίτης (πρβλ. Κυκλαδ ίτης). Η λ., στον τ. Στερεοελλαδῖται, μαρτυρείται από το 1825 σε Έγγραφον τής… … Dictionary of Greek
έγγραφο — το (AM ἔγγραφον) βλ. έγγραφος … Dictionary of Greek
έγγραφος — η, ο (AM ἔγγραφος, ον) 1. γραμμένος, γραπτός («έγγραφη βεβαίωση») 2. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο(ν) γραπτή διατύπωση πράξης ή συμφωνίας που αναφέρει, βεβαιώνει ή αποδεικνύει κάτι νεοελλ. φρ. α) «δημόσιο έγγραφο» αυτό που εκδίδεται από την αρμόδια… … Dictionary of Greek
δηλωτικός — ή, ό (AM δηλωτικός, ή, όν) [δηλώ] Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε δήλωση, όποιος χρησιμεύει για δήλωση 2. αυτός που γνωστοποιεί, ο ενδεικτικός, ο προειδοποιητικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. δηλωτικό (ενν. έγγραφο) το έγγραφο στο οποίο… … Dictionary of Greek
παραθερίζω — ΝΑ νεοελλ. περνώ το θέρος ή μέρος τού θέρους σε κάποιον τόπο, ιδίως εξοχικό αρχ. αποκόπτω καθώς διαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θερίζω. Ο τ. με τη σημ. «ξεκαλοκαιριάζω» < παρ(α) * + θέρος και μαρτυρείται από το 1887 σε Έγγραφον δικαστικόν… … Dictionary of Greek
Πολυζωίδης, Αναστάσιος — (Μελένικο 1802 – Αθήνα 1873). Έλληνας λόγιος, πολιτικός και νομικός. Σπούδασε στο Μελένικο (όπου είχε δασκάλους τον Μετσοβίτη Αδάμ Τσαπέκο και τον Γιαννιώτη λόγιο Χριστόφορο Φιλητά), στις Σέρρες (όπου μαθήτευσε κοντά στον Μηνά Μηνωίδη) και από το … Dictionary of Greek